κεφάλαιος

κεφάλαιος
κεφάλαι-ος [ᾰ], α, ον, ([etym.] κεφαλή)
A of the head: metaph., principal, chief, ῥῆμα κ. (with a play on κεφαλίτης λίθος) Ar.Ra.854;

τὸ κ. μέρος PMasp.151.16

(vi A.D.): [comp] Sup. -ότατος v.l. in Pl.Grg.494e.
II mostly Subst. κεφάλαιον, τό, = κεφαλή, head, parts about the head, esp. of fish, θύννου κ. τοδί Callias Com.3: in pl., Amphis 35, Sotad. Com.1.5; also

κ. ῥαφανῖδος Ar.Nu.981

; of an infant, Leonid. ap. Aët.6.1.
2 chief or main point,

κ. δὴ παιδείας λέγομεν τὴν ὀρθὴν τροφήν Pl.Lg.643c

; esp. in speaking or writing, sum, gist of the matter,

κεφάλαια λόγων Pi.P.4.116

;

κ. τοῦ παντὸς λόγου Men.Georg. 75

, cf. Cic.Att.5.18.1; τὰ κ. συγγράφων Εὐριπίδῃ drawing up the heads of the play, Antiph.113.5: freq. in Prose, Th.4.50, Pl.Grg. 453a, etc.;

κ. τῶν εἰρημένων Isoc.3.62

, cf. 5.154;

κ. τῆς οἰκονομίας Phld.Rh.1.68

S. (pl.); ἐν κεφαλαίῳ, or ὡς ἐν κ., εἰπεῖν to speak summarily, X.Cyr.6.3.18, Pl.Smp.186c, al.; ἐν κεφαλαίοις ὑπομνῆσαι, ἀποδείξειν, περιλαβεῖν τι, Th.6.87, Lys.13.33, Isoc.2.9;

βραχυτάτῳ κ. μαθεῖν Th.1.36

; τύπῳ καὶ ἐπὶ κεφαλαίου (v.l. -αίῳ), opp. ἀκριβέστερον, Arist.EN1107b14;

ἐπὶ κ. Plb.1.65.5

, 3.5.9;

ἐπὶ κεφαλαίων D.19.315

, etc.; esp. in an argument, summing up,

ἐν κεφαλαίοις Pl.Ti. 26c

; κεφαλαίῳ δέ . . , Lat. denique, Decr. ap. D.18.164; τὸ δ' οὖν κ. ib.213;

τὸ δὲ κ. τῶν λόγων, ἄνθρωπος εἶ Men.531.10

; συναγαγεῖν τὸ κ. to sum up, Arist.Metaph. 1042a4.
3 metaph., of persons, the head or chief, ὅ τι περ κ. τῶν κάτωθεν, of Pericles, Eup.93;

τὸ κ. οὐδέπω λογίζομαι, τὸν δεσπότην Men.Pk.173

;

ὅ τι περ τὸ κ. Luc.Harm. 3

, Gall.24, Philops.6; τὰ κ. τῶν μαθημάτων, of philosophers, Id.Pisc. 14;

τὸ κ. τοῦ πολέμου App.BC5.50

; οἳ τὸ τῆς στάσεως κ. ἦσαν ib.43;

τὸν Θαλῆν τῶν σοφῶν τὸ κ. Jul.Or.3.125d

: hence, of qualities, etc., σχεδόν τι τὸ κ. τῶν κακῶν (sc. avarice) Apollod. Gel.4;

τὸ κ. τῆς εὐδαιμονίας ἡ διάθεσις Diog.Oen.57

.
4 Rhet., head, topic of argument, D.H.Comp.1, Rh.10.5, Str.1.2.31.
5 of money, capital, opp. interest or income, Pl.Lg.742c, D.27.64, etc.
b sum total, IG12.91.23, al., Lys.19.40, D.27.10; πολλοῦ κ. for a large sum, Act. Ap.22.28, cf. Aristeas 24, Plu.Fab.4, etc.;

κ. ἀργυρικά PRyl.133.15

(i A.D.); also

σιτικὰ καὶ ἀργυρικὰ κ. PSI4.281.31

(ii A.D.).
6 crown, completion of a thing, τὸ μὲν κ. τῶν ἀδικημάτων the crowning act of wrong, D.27.7;

δύο ταῦτα ὡσπερεὶ κ. ἐφ' ἅπασι . . ἐπέθηκε Id.21.18

.
7 chapter, section, PGnom.Prooem., Ammon.in Int.1.17, al., Chor.in Hermes 17.223; distd. from τίτλος, Suid. s.h.v.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κεφάλαιος — κεφάλαιος, αία, ον (Α) [κεφαλή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κεφαλή 2. μτφ. αυτός που κατέχει την πρώτη θέση, κύριος, σημαντικός, κεφαλαιώδης …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαίος — α, ο (Α κεφαλαῑος, αία, ον) [κεφαλή] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το κεφαλαίο καθένα από τα μεγάλα γράμματα τής αλφαβήτου με το οποία γράφονται τα αρχικά τών κύριων ονομάτων και τών περιόδων τού λόγου αρχ. κεφάλαιος* …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαίος — α, ο 1. πρώτος, κύριος. 2. το ουδ. κεφαλαίο ως ουσ., σημαίνει το κεφαλαίο, το μεγάλο γράμμα του αλφαβήτου: Τα γραψε με κεφαλαία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεφαλαιότατον — κεφάλαιος of the head masc acc superl sg κεφάλαιος of the head neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαίων — κεφάλαιος of the head fem gen pl κεφάλαιος of the head masc/neut gen pl κεφαλαιόω bring under heads imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κεφαλαιόω bring under heads imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαίως — κεφάλαιος of the head adverbial κεφάλαιος of the head masc acc pl (doric) κεφαλαιόω bring under heads imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφάλαιον — κεφάλαιος of the head masc acc sg κεφάλαιος of the head neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαίαις — κεφάλαιος of the head fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαίη — κεφάλαιος of the head fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαίην — κεφάλαιος of the head fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαίης — κεφάλαιος of the head fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”